λοιγός

λοιγός
λοιγός (A), ,
A ruin, havoc, of death by plague,

ἡμῖν ἀπὸ λ. ἀμῦναι Il. 1.67

; by war, 5.603, etc.; of destruction of ships,

νεῶν ἀπὸ λ. ἀμύνων 16.80

;

λ. Ἐνυαλίου Pi.N.9.37

; βοᾷ λοιγὸν Ἐρινύς (Schütz λοιγὸς Ἐρινύν) A.Ch.402 (lyr.);

ἀνδροκμὴς λ. Id.Supp.679

(lyr.).—Poet. (not in Od.); mock-heroic in Cratin.171. (Cf. Lith. pa-liegti 'become feeble, sickly'.)
------------------------------------
λοιγός (B), όν,
A = λοίγιος, Nic.Th.6,733;

λ. Ἄρης AP7.368

(Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λοιγός — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • λοιγοῖο — λοιγός ruin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγοῦ — λοιγός ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγόν — λοιγός ruin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • σκυθολοιγός — όν, Μ αυτός που εξολοθρεύει τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + λοιγός «καταστροφή, όλεθρος» (πρβλ. βροτο λοιγός)] …   Dictionary of Greek

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”